-
1 эпитет
эпитетм τό κοσμητικ[ον] ἐπίθετο[ν]. -
2 эпитет
литер. το επίθετο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпитет
-
3 эпитет
[επίτιτ] ουσ. α (λογοτ.) το κοσμητικό επίθετο -
4 эпитет
[επίτιτ] ουσ α (λογοτ) το κοσμητικό επίθετο -
5 эпитет
-а α. (φιλγ.) το κοσμητικό επίθετο• χρησιμοποιείται και ειρωνικά. -
6 тропы
λεκτικοι τροποιперифраза η αντονομασία, η περίφρασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тропы